- κοκκοποίηση
- η(μεταλργ.) μέθοδος κατά την οποία ένα ορυκτό διαμορφώνεται σε μικρούς σφαιρικούς κόκκους.[ΕΤΥΜΟΛ. < *κοκκοποιῶ < κόκκος + ποιῶ. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pelletization].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… … Dictionary of Greek